κιννάμωμο

κιννάμωμο
και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά
2. το μπαχαρικό κανέλα
νεοελλ.
ηδύποτο από κανέλα και κονιάκ
αρχ.
είδος μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη φωλιά του από τα ξύλα αυτού τού φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον ὄρνεον εἶναι... καὶ τὸ καλούμενον κιννάμωμον φέρειν ποθὲν τοῡτο τὸ ὄρνεον, καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῡ ποιεῑσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. εβρ. qinnāmon. Η κατάλ. τής λ. κιν(ν)άμωμο πιθ. κατά τον τ. άμωμον (ονομασία φυτού)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κίνναμον — κίνναμον, τὸ (ΑΜ) το κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κιννάμωμο] …   Dictionary of Greek

  • κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… …   Dictionary of Greek

  • κινναμολόγος — κινναμολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο* 2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • κινναμώμινος — κινναμώμινος, ίνη, ον (Α) [κιννάμωμον] αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο* …   Dictionary of Greek

  • αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] …   Dictionary of Greek

  • ισοκιννάμωμος — ἰσοκιννάμωμος, ον (Α) (για το φυτό κασσία) όμοιος με κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κιννάμωμον] …   Dictionary of Greek

  • κίναμον — κίναμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο …   Dictionary of Greek

  • κανελόδεντρο — και κανελλόδεντρο, το εμπορική ονομασία τών δένδρων που παράγουν κανέλα και ιδίως τού δένδρου κιννάμωμο …   Dictionary of Greek

  • κινάμωμον — κινάμωμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο …   Dictionary of Greek

  • κινναμωμέλαιο — το (Α κινναμωμέλαιον) έλαιο που παράγεται από το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, δαφν έλαιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”