κίνναμον — κίνναμον, τὸ (ΑΜ) το κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κιννάμωμο] … Dictionary of Greek
κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… … Dictionary of Greek
κινναμολόγος — κινναμολόγος, ὁ (Α) 1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο* 2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)] … Dictionary of Greek
κινναμώμινος — κινναμώμινος, ίνη, ον (Α) [κιννάμωμον] αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο* … Dictionary of Greek
αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] … Dictionary of Greek
ισοκιννάμωμος — ἰσοκιννάμωμος, ον (Α) (για το φυτό κασσία) όμοιος με κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κιννάμωμον] … Dictionary of Greek
κίναμον — κίναμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο … Dictionary of Greek
κανελόδεντρο — και κανελλόδεντρο, το εμπορική ονομασία τών δένδρων που παράγουν κανέλα και ιδίως τού δένδρου κιννάμωμο … Dictionary of Greek
κινάμωμον — κινάμωμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο … Dictionary of Greek
κινναμωμέλαιο — το (Α κινναμωμέλαιον) έλαιο που παράγεται από το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, δαφν έλαιον] … Dictionary of Greek